καθαρία

καθαρία
καθαρίᾱ , καθάριος
cleanly
neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθάρια — καθάρειος cleanly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινιά — και σκοτείνια, η, Ν [σκοτεινός] 1. σκοτάδι, σκότος (α. «στής νυκτός τη σκοτεινιά», Σολωμ. β. «στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει», Γρυπ.) 2. μτφ. α) απουσία ζωής, ανυπαρξία («πιο καθάρια βλέπετε στη σκοτεινιά τού τάφου», Παλαμ.) β) έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • νεγρική λογοτεχνία — Mπορεί να μοιάζει αυθαίρετη και μεροληπτική διάκριση μια ξεχωριστή αναφορά στη λογοτεχνία των νέγρων των Hνωμένων Πολιτειών, αλλά η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας της δουλείας και του ρατσισμού, οι νέγροι που ξεριζώθηκαν από την Aφρική και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”